- εξ
- (I)(AM ἐξ)πρόθ.1. ο πλήρης τύπος τής πρόθ. εκ* ([εκς>εξ], όπως π.χ. εκ[ς] Κορίνθου > εκ Κορίνθου με αποβολή τού ς μεταξύ δύο συμφώνων) μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν είτε «εν συντάξει» είτε «εν συνθέσει», από («εξ αγοράς»«εξαγοράζω»)2. α) «εξ αναλόγου»(συντ.) είδος βραχυλογίας, κατά την οποία παραλείπονται όροι τής προτάσεως, όταν εννοούνται εύκολα, αλλά σε άλλο τύποβ) «εξ αντιθέτου»(συντ.) βραχυλογία, κατά την οποία παραλείπονται όροι που δηλώνουν το αντίθετο μερικών προηγούμενων όρωνγ) «εξ αντικειμένου» — κρίση ή έρευνα που στηρίζεται στην εμπειρική πραγματικότηταδ) «εξ υποκειμένου» — κρίση που στηρίζεται στις εκ τών προτέρων ιδέες ή στο συναίσθημα ή στην προσωπική γνώμη τού υποκειμένουαρχ.ο τύπος εξ παραμένει έτσι α) στο τέλος στίχου μετά την πτώση στην οποία αναφέρεται («οὐ μέν μοι κακὸς εἴδεται οὐδὲ κακῶν ἐξ», Ομ. Ιλ.)β) (σε επιγρ.) σπανίως πριν από μερικά σύμφωνα, όπως τα σ, ρ, λ («ἐξ σέθεν», «ἐξ Σμύρνης», «ἐξ 'Ρηνείας»).[ΕΤΥΜΟΛ. Το εξ (προ φωνήεντος), εμφανίζεται προ συμφώνου ως εκ (και με αφομοίωση εγ ή εχ) στον Όμηρο και στην ιων.-αττική διάλεκτο. Στις άλλες διαλέκτους το εξ προ φωνήεντος αντιτίθεται στο ες προ συμφώνου, αν και στη βοιωτική διάλεκτο η χρήση τού ες γενικεύθηκε και μπροστά από φωνήεν, ενώ στην Κυπριακή απαντά το εξ και προ συμφώνου. Ως πρόθεση συνάπτεται με γενική, αλλά και με δοτική (στην αρκαδοκυπριακή διάλεκτο), παρουσιάζει δε μεγάλη ομοιότητα στη χρήση με το από* τόσο ως πρόθεση όσο και ως προρρηματικό, συχνά με εκφραστική αξία, προκειμένου να δηλώσει την ολοκλήρωση μιας πράξεως. Από το εξ προήλθε, εξάλλου, και το νεοελλ. ξε-*. Από ετυμολογικής πλευράς το εξ ανάγεται σε ΙE *eks και συνδέεται επακριβώς με λατ. ex, οσκοουμβρ. ē και —ως προρρηματικό— με ιρλ. ess-, γαλλ. ex-. Στη Βαλτοσλαβική απαντούν οι τ. αρχ. σλ. is, iz, λιθ. iš, iž, με -i- που είναι αβέβαιης προελεύσεως.ΣΥΝΘ. εκβαίνω, εκβάλλω, εκβιάζω, εκθηλύνω, εξαγγέλλω, εξαγοράζω, εξαγριώνω (AM -ώ), εξάγω, εξαίρω, εξευγενίζω, εξευμενίζω, εξοδεύωαρχ.εκβάζω, εκβαχεύω, εκβασανίζω, εκβεβαιώ, εκβιβρώσκω, εκβλαστώ, εκβλέπω, εκδημοσιεύω, εκδίδάσκω, εκδιδράσκω, εκθαλαττούμαι, εκθαρρώ, εκθέω, εκθεωρώ, εκλαγχάνω, εκλειοτριβώ, εκλεπτουργώ, εκλούω, εκλοχίζω, εκμαρτυρώ, εκμηκύνω, εξίημιαρχ.-μσν.εκβήσσω, εκβιβάζω, εκβιώ, εκβλαστάνω, εκδιαιτώμαι, εκνέμω, εκνοσώμσν.εκζωγραφώ, εκκεραμώνω, εκκερδίζωμσν.- νεοελλ.εκβαθύνω κ.ά.].————————(II)ἕξβλ. έξι.
Dictionary of Greek. 2013.